- νωθρότης
- νωθρότηςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νωθρότησι — νωθρότης fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότητα — νωθρότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότητας — νωθρότης fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότητες — νωθρότης fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότητι — νωθρότης fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότητος — νωθρότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωθρότητα — η (Α νωθρότης) [νωθρός] 1. δυσκινησία, βραδύτητα, οκνηρία, χαυνότητα 2. πνευματική αμβλύνοια … Dictionary of Greek